- ὑμεναϊκὸν
- ὑμεναϊκὸν μέτρον, = - ?ὑμεναϊκὸνX?ὑμεναϊκὸνX - ?ὑμεναϊκὸνX?ὑμεναϊκὸνX, Serv.Centim. (4.460 Keil).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υμεναϊκός — ή, όν, Α [ὑμέναιος] φρ. «ὑμεναϊκὸν μέτρον» το μέτρο που αποτελείται από δακτυλικό δίμετρο ακατάληκτο, δηλαδή ∪∪ ∪∪ … Dictionary of Greek